Перевод: с немецкого на все языки
ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
πλάνημα — τὸ, Α [πλανώμαι] (ποιητ. τ.) 1. περιπλάνηση («πρὸς αὐτό δ εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων», Αισχύλ.) 2. μτφ. ανησυχία («ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν», Σοφ.) … Dictionary of Greek